ἀρχιυπασπιστής

ἀρχιυπασπιστής
ἀρχι-υπασπιστής, οῦ, ,
A chief of the men-at-arms, Plu.Eum.1.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αρχιυπασπιστής — ἀρχιυπασπιστής, ο (Α) ο πρώτος ανάμεσα στους υπασπιστές …   Dictionary of Greek

  • ἀρχιυπασπιστοῦ — ἀρχιυπασπιστής chief of the men at arms masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρχι- — (AM ἀρχι ). [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων (κυρίως διοικητικών όρων) της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, καθώς επίσης και ξένων, ελληνογενούς ή μη προελεύσεως, τύπων. Το αρχι , το οποίο λίγο μετά την Ομηρική εποχή άρχισε να αντικαθιστά το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”